συντηγμα

συντηγμα
    σύντηγμα
    σύν-τηγμα
    -ατος τό
    1) органическая влага, мокрота Arst., Plut.
    2) гнойная жидкость Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "συντηγμα" в других словарях:

  • σύντηγμα — waste product neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύντηγμα — το, ΝΑ [συντήκω] κράμα που παράγεται με σύντηξη αρχ. περίττωμα («λέγω δὲ περίττωμα τὸ τῆς τροφῆς ὑπόλειμμα σύντηγμα δὲ τὸ ἀποκριθὲν ἐκ τοῡ αὐξήματος ὑπὸ τῆς παρὰ φύσιν ἀναλύσεως», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • σύντηγμα — το, ατος κράμα λιωμένων μετάλλων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συντηγμάτων — σύντηγμα waste product neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντήγμασι — σύντηγμα waste product neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντήγμασιν — σύντηγμα waste product neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντήγματα — σύντηγμα waste product neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντήγματι — σύντηγμα waste product neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντήγματος — σύντηγμα waste product neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»